- δελφινίσκος
- δελφῑνίσκος, ὁ, Dim. of δελφίς, Arist.HA631a17.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δελφινίσκος — δελφινίσκος, ο (Α) [δελφίς] δελφινάκι … Dictionary of Greek
δελφινίσκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελφινίσκον — δελφινίσκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)